• WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
intent on,
intent upon
prep
(determined to)αποφασισμένος επίθ
 With all their drug use some celebrities seem intent on self-destruction.
 John works very long hours: he's intent on becoming a millionaire before he turns 30.
 Κάποιοι διάσημοι παίρνουν τόσα ναρκωτικά που φαίνεται να είναι αποφασισμένοι να οδηγηθούν στην αυτοκαταστροφή. // Ο Τζον δουλεύει υπερωρίες. Είναι αποφασισμένος να γίνει εκατομμυριούχος πριν κλείσει τα 30.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
intent on doing [sth] adj (determined)αποφασισμένος να κάνω κτ περίφρ
 Peter was intent on going to work even though he was sick.
 Ο Πήτερ ήταν αποφασισμένος να πάει στη δουλειά αν και ήταν άρρωστος.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Ο όρος 'intent on' βρέθηκε επίσης στις εγγραφές:
Στην αγγλική περιγραφή:

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση intent on στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «intent on».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!